χρυσολάτρης

χρυσολάτρης
ο , χρυσολάτρις (-ιδος) η тот, кто питает страсть к золоту, к деньгам; сребролюбец (уст. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χρυσολάτρης" в других словарях:

  • χρυσολάτρης — ο, ΝΜ, θηλ. χρυσολάτρις, ιδος, Μ άτομο που αγαπά υπερβολικά τον πλούτο, που λατρεύει το χρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. εἰδωλο λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσολάτρις — ιδος, ἡ, Μ βλ. χρυσολάτρης …   Dictionary of Greek

  • χρυσολατρία — η, Ν [χρυσολάτρης] χρυσολατρεία …   Dictionary of Greek

  • χρυσομανής — ές, ΜΑ αυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»